ξενών — guest chamber masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξένων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξένων — Γραμματικός των αλεξανδρινών χρόνων. Είναι κυρίως γνωστός με το όνομα Ξ. ο Χωρίζων, γιατί υποστήριζε ότι άλλος ήταν ο ποιητής της Ιλιάδας και άλλος της Οδύσσειας. Χώριζε δηλαδή τα έπη σε δύο έργα διαφορετικών συγγραφέων … Dictionary of Greek
ξενῶν — ξένη foreign woman fem gen pl ξενόω make one s friend and guest pres part act masc voc sg (doric aeolic) ξενόω make one s friend and guest pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ξενόω make one s friend and guest pres part act masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεγεώνα των Ξένων — Στρατιωτική μονάδα που συγκροτείται από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αναφέρεται σε δύο στρατιωτικά σώματα που συγκροτήθηκαν στη Γαλλία και στην Ισπανία. Γαλλική Λ. των Ξ. Ειδικό σώμα του γαλλικού στρατού, που… … Dictionary of Greek
ξενῶνα — ξενών guest chamber masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενῶνας — ξενών guest chamber masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενῶνες — ξενών guest chamber masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενῶνι — ξενών guest chamber masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενῶνος — ξενών guest chamber masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)